ακροκυματώ

ακροκυματώ
ἀκροκυματῶ (-όω) (Α)
(μόνο στη μτχ. ἀκροκυματοῡσα) αυτή που πλέει στην κορυφή τών κυμάτων (η λ. εμπαίζεται ως πομπώδης από τον Λουκιανό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + κυματῶ (-όω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”